- μόναρχος
- μόναρχος και ιων. τ. μούναρχος, ὁ (Α)1. αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του απόλυτη πολιτική εξουσία και κυβερνά χωρίς κανένα περιορισμό, μονάρχης («ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ' ὑπεύθυνος κρατεῑ», Αισχύλ.)2. δυνάστης3. αρχηγός, ηγεμόνας4. επώνυμος άρχοντας τής νήσου Κω5. ονομασία μήνα στην Κω6. δικτάτορας7. ως επίθ. μόναρχος, -ονο μοναρχικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. τριήρ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.